-
1 λαγών
A the hollow on each side below the ribs, flank, Hp. l. c., Ar.V. 119<*>, Chaerem. 14.3, Arist.HA 493a18, al.: freq. in pl. λαγόνες, flanks, Batr.222, E. IT 298, Ar.Ra. 662, etc.; λαγόνων ὀστᾶ iliac bones, Gal.2.507, cf. 772; prop. of men, but also of animals, E.El. 826, X.Cyn.4.1, 5.10, Theoc. 25.246;θύννου λαγόνες Antiph.132.5
(anap.).2 pl., in later Greek, womb, Naumach. ap. Stob.4.22.32, λύσις αἰνίγματος ap.Arg.E. Ph.II metaph., any hollow, κοίλη λ. hollow of a cup, Eub.43;λαγόνεσσι φαρέτρης AP6.326
(Leon. Alex.);πρός τινι λ. τοῦ κρημνοῦ Plu.Arat.22
; esp. of a mountain, flank, D.H.3.24, 9.23, Cleom.1.8, Call.Fr. 185 (pl.); bank of a river,λαιᾷ ποταμοῦ.. λαγόνι AP6.287
(Antip.); sides of a grave, IG14.2001; χθόνιαι ib.7.117 ([place name] Megara).
См. также в других словарях:
λαγόνα — και λαγών, η (Α λαγών, όνος, ἡ και ὁ) συν. στον πληθ. οι λαγόνες τα πλάγια μέρη τής λεκάνης τού ανθρώπου και ορισμένων ζώων, αλλ. ψαχνά, μαλακά, λαπάρα, λαγόνια («ἔχων δὲ τοι... καὶ χέρας λαγόνας τε και θώρακ ἄριστον», Αριστοφ.) αρχ. 1. μήτρα 2.… … Dictionary of Greek